Τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, 2α Μαρτίου τ. ἔ., τελευταία ἡμέρα πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τίμησε ὁ πιστός Λαός τῆς Ἀρναίας στόν Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου καί χοροστάτησε στόν Ὄρθρο καί προέστη τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ.
Τήν ἡμέρα αὐτή σέβεται καί τιμᾶ ὅλως ἰδιαιτέρως ὁ φιλόχριστος Λαός μας, καθώς σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη μεγάλων πνευματικῶν ἀγώνων στόν ὀρθόδοξο χῶρο καί σφραγίζει τόν λειτουργικό χωροχρόνο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Κορύφωμά της ἡ ἁγία περίοδος αὐτή ἔχει τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τόν Σταυρό και τή Λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος παρουσίασε τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ὡς ἕνα ὁρόσημο, ὡς ἕνα πολύτιμο ὁδοδείκτη καί ὡς τήν πνευματική θύρα πού ξανοίγεται ἐλεύθερα μπροστά στά μάτια τοῦ πιστοῦ, γιά νά τοῦ ὑποδείξη καί νά τόν καλωσορίση στόν δρόμο πού ἄνοιξε ἡ σταυραναστάσιμη ἀγάπη. Εἶναι πρόσκληση, εἶπε, σ’ ἕνα νέο τρόπο ζωῆς, κλήση πού συνήθως πραγματώνεται, βρίσκει τό “τέλος” της, κατά τρόπο παράδοξο καί κάτω ἀπό παράδοξους ὅρους, τελικά δέ ἀποβαίνει γιά τόν ἄνθρωπο πρόκληση!
Εἶναι τό προανάκρουσμα, συνέχισε, τῆς εὐλογημένης περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού ἐντονότερα ἀπό κάθε ἄλλη στιγμή ὁ Χριστιανός καλεῖται νά ζῆ ὡς μέτοχος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας καί ἰδίως καλεῖται νά πάρη θέση μπροστά στό μοναδικό γεγονός πού ὁ Κύριος ἐπετέλεσε κι ὁλοκλήρωσε μόνος Του: τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Καλεῖται νά ἀρνηθῆ ἤ ν’ ἀποδεχθῆ τήν καινούργια ὑπόστασή του, πού Ἐκεῖνος ζύμωσε κι ἔχτισε μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο. Γυρεύει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά παιδιά της νά ζήσουν τή χαρμολύπη καί τό χαροποιό πένθος της, γυρεύει νά γίνουν φιλόθεοι ἤ νά παραμείνουν φιλόϋλοι, νά καταθέσουν τόν θησαυρό τους στόν δρόμο Του ἤ στή σαπίλα τοῦ “κόσμου”, τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καί τῶν παθῶν....
Ὁ Χριστός μας, ἑρμήνευσε ὁ Σεβασμιώτατος, προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση καί μένοντας ἀδιαίρετα ἑνωμένος μ’ αὐτήν, κατορθώνει διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του, νά τήν ἐπαναφέρη στή σφαίρα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό σημεῖο αὐτό ὑπενθύμισε τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ»• δηλαδή, ὁ Λόγος σαρκώθηκε, γιά νά καταστήση τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά δεχθῆ τήν θεότητα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ὡς τέλειος Θεός καί ἄνθρωπος δέν ἀποκάλυψε μόνο τό “ἦθος” τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τήρησε ἀπέναντι στόν Θεό τό ἦθος τοῦ τελείου ἀνθρώπου, ἀνοίγοντας καί συνάμα ὑποδεικνύοντας ἐμπράκτως τόν δρόμο καί τόν τρόπο γιά τήν ἀπό μέρους μας πραγμάτωση καί βίωση τοῦ ἤθους αὐτοῦ. Γνώρισε ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τό Θεοπρεπές ἐν Χριστῷ ἦθος πού καλεῖται νά καλλιεργήση στή ζωή του ὡς καινούργιο ἐν Χριστῷ πρόσωπο.
Τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί κάθε ὥρα καί μέρα, εἶπε ὁ Δεσπότης, ὁ Χριστιανός καλεῖται νά φανερώση τήν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνισή του στήν καθημερινή του ζωή. Νά μιμηθῆ τόν Χριστό, γιατί ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μίμηση Θεοῦ• νά ὁμοιάση μέ τόν Χριστό, γιατί ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό πραγματοποιεῖται μέ τήν ὁμοίωση πρός τόν Χριστό.
Συνεπῶς, κατέληξε ὁ ὁμιλητής, ἐργασία τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἡ κατά Χριστόν Ζωή, ἡ πνευματική ζωή, μιά ἀδιάκοπη πορεία πρός τήν τελειότητα, δηλαδή πρός τόν Χριστό. Εἶναι ὁ ἀποθησαυρισμός, χάριτι Ἁγίου Πνεύματος, «θησαυρῶν ἐν οὐρανῷ» (Ματθ. στ΄, 20). Ἐργασία τoῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἁγιοζωή, ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἐνάρετο βίο, ἕνας ἀχόρταγος χορτασμός τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἔχει τέλος, γιατί «τῆς ἀρετῆς εἷς ὅρος ἐστί, τό ἀόριστον», δηλαδή “ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀρετή ἕνα ὅριο ἔχει, τό ὅτι δέν ἔχει τέλος”, καθώς μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης!
Ἄραγε θά τολμήσουμε νά πάρουμε μέρος σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα; Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἤδη ἠνέωκται!
Τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς, ἐτελέσθη στόν ἴδιο μεγαλόπρεπο Ἱερό Ναό ὁ πρῶτος Κατανυκτικός Ἑσπερινός, ὁ λεγόμενος Ἑσπερινός τῆς συγγνώμης. Μέσα στό εὐλογημένο αὐτό κλῖμα χοροστάτησε ὁ Μητροπολίτης μας καί ὡμίλησε μέ θέμα: «Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀσθένεια»!
Στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, εἶπε ὁ Δεσπότης, ἡ ἁμαρτία βιώνεται ὡς τραγικό γεγονός, στό ὁποῖο μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Πρόκειται γιά συγκλονισμό καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπό τό εἶναι του, ἀπό τή θεία ζωή καί δόξα, ἀπό τόν δρόμο καί τήν κλήση πρός τήν τελειότητα. Εἶναι ἡ κακή ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ τραυματισμός, ἡ ἐξασθένιση καί ἡ μόλυνση τοῦ ἀρχικοῦ εἶναι, ἡ εἴσοδος τοῦ “παρά φύσιν” στήν ἀνθρώπινη ζωή, ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν “κατά φύσιν” ὕπαρξη στήν “παρά φύσιν” ἀτομικότητα. Ἡ ἁμαρτία, συνέχισε ὁ ὁμιλητής, εἶναι κατά τόν Μέγα Ἀντώνιο ἐσφαλμένη κι ἀλόγιστη κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πλάνη, τό ἄλογο καί παράλογο, ἡ κακή καί διεφθαρμένη προαίρεση καί ἐπιθυμία, εἶναι ἄρνηση ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς φυσικῆς του ροπῆς, ἄρνηση στήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά προσωπική κοινωνία καί ἕνωση μαζί Του, εἶναι ἀστοχία-ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου στόν προορισμό του πού εἶναι ἡ Θέωση.
Τελικῶς, συνέχισε ὁ ὁμιλητής, ἡ ἁμαρτία καταντάει αὐτοτιμωρία, αὐτοκαταδίκη, αὐτοεγκλεισμός τοῦ ἀνθρώπου στή μοναξιά καί τό ἀδιέξοδό του, αὐτοπαράδοση στόν θάνατο, “ὁδός πρός θάνατον”, εἶναι ἡ ἴδια ἡ κόλαση μέσα μας, γέννημα τῆς ἐκλογῆς τοῦ ὄχι τοῦ διαβόλου ἀντί τοῦ ναί τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Π. Εὐδοκίμωφ.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, κατέληξε ὁ Ἐπίσκοπός μας, βλέπουν τήν ἁμαρτία σάν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πού ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. «Φοβερό πρᾶγμα ἡ ἁμαρτία καί βαρύτατη ἀρρώστια τῆς ψυχῆς ἡ παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ», θά πῆ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά γράψη: «Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, αὐτή εἶναι θάνατος τῆς ζωῆς τῆς πλασμένης γιά τήν ἀθανασία καί γι’ αὐτήν ταιριάζει τό πένθος καί ὁ ἀκατάπαυστος θρῆνος». Καί ὁ Χρυσόστομος θά διακηρύξη: «Τά περισσότερα νοσήματα ὀφείλονται στά ἁμαρτήματα τῆς ψυχῆς».
Λοιπόν, διερωτήθη, θά ἀφήσουμε τά δόντια τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο δόντια λεόντων, νά φονεύουν, νά “ἀναιροῦν” ψυχές ἀνθρώπων; Θά ἀνεχθοῦμε τό παράσιτο τῆς ἁμαρτίας νά μᾶς ποδηγετῆ στήν παράλογη κι ἄχρηστη περιπέτεια τῆς πτώσεως μακριά ἀπ’ τήν Οἰκία τοῦ Πατρός μας; Θά μείνουμε στήν αὐτοεξορία μας ἤ θ’ ἀναζητήσουμε τήν “πρώτη στολή” καί ποιότητά μας, τήν ἀναπλασμένη καί ἀνακαινισμένη μέ τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας;